- ανθρωπολάτρης
- ο (AM ἀνθρωπολάτρης, θηλ. -ις)αυτός που λατρεύει έναν άνθρωπο ως θεό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθρωπολάτρης — manworshipper masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωπολάτρης — ο θηλ. ισσα αυτός που λατρεύει άνθρωπο ή ανθρώπους: Ανθρωπολάτρες υπήρχαν σ όλες τις εποχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνθρωπολάτραι — ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc nom/voc pl ἀνθρωπολάτρᾱͅ , ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπολατρῶν — ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπολάτραις — ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπολάτρην — ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπολάτρου — ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπολάτρας — ἀνθρωπολάτρᾱς , ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc acc pl ἀνθρωπολάτρᾱς , ἀνθρωπολάτρης manworshipper masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανθρωπολατρία — Η λατρεία του ανθρώπου ως θεού, συνηθισμένο φαινόμενο στους πρωτόγονους λαούς. Η α. διατηρήθηκε μέχρι τα μεσαιωνικά χρόνια με τη μορφή λατρείας των αυτοκρατόρων και έως τις ημέρες μας δεν έχει εξαλειφθεί τελείως από ορισμένους λαούς. Οι… … Dictionary of Greek